- τροχαλῶς
- τροχαλόςrunningadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχαλώς — τροχαλῶς, ΝΜ επίρρ. βλ. τροχαλός … Dictionary of Greek
τροχαλός — ή, όν, ΜΑ κυρτός, κεκαμμένος αρχ. 1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.) 2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα 3. στρογγυλός, κυκλικός. επίρρ... τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ νεοελλ. (μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»… … Dictionary of Greek